исступленный
Russian > Greek
φρενομανής, ἐνθουσιώδης, ῥιψαύχην, μαινόλης, μαινόλας, λυσσώδης, Κορυβαντώδης, οἰστροπλήξ, οἰστρώδης, κατόχιμος
φρενομανής, ἐνθουσιώδης, ῥιψαύχην, μαινόλης, μαινόλας, λυσσώδης, Κορυβαντώδης, οἰστροπλήξ, οἰστρώδης, κατόχιμος