упирать
Russian > Greek
ἀποστηρίζομαι, ἐπισκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐνισκίμπτω, σκίμπτομαι, ἐρείδω, ἐξερείδω, προσερείδω, ἀπερείδω, ἀντερείδω, ἐπερείδω
ἀποστηρίζομαι, ἐπισκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐνισκίμπτω, σκίμπτομαι, ἐρείδω, ἐξερείδω, προσερείδω, ἀπερείδω, ἀντερείδω, ἐπερείδω