ἐπισκήπτω
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
A pf. ἐπέσκηφα D.L.1.117:—make to lean upon, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων made it fall upon him, A.Pers.740(troch.); ἐ. χάριν τινί impose it upon, S.Aj.566.
2. intr., fall upon, like lightning, πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν it came to this point, A.Eu.482; νόσος ἐπέσκηψεν πολλή (v.l.ἐν-) Plu.Thes.15; ᾧ ἂν ἔρως ἐπισκήψῃ Id.2.767d, cf. 701c; αὐτῷ ὁ θάνατος Philum.Ven.31.3.
II. lay it upon one to do a thing, c. dat. pers. et inf., μοῖρ' ἐπέσκηψε Πέρσαις πολέμους διέπειν A.Pers.103 (lyr.), cf.S.OT252: followed by imper., ib.1446: less freq. c.acc. et inf., E.Alc.365; τοῖσι πλησιοχώροισι ἐ. κελεύοντας προπέμπειν Hdt.4.33: inf. can freq. be supplied, τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω (sc. ποιεῖν) thus much I command thee to do, S.Tr.1221; so πρὸς δεξιᾶς σε τῆσδ' ἐπισκήπτω τάδε E.IT701: pers. is freq. omitted, ἐ. (sc. ὑμῖν) τὸν.. φόνον ἐκπρήξασθαι Hdt.7.158; βάξις ἐπισκήπτουσα.. ἔξω δόμων.. ὠθεῖν ἐμέ A.Pr.664; ἐπέσκηψε.. εἶρξαι Αἴαντα S.Aj.752, cf. Antipho 1.1; also ἐ. περί τινος E.IT1077.
2. esp. conjure a person to do a thing, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω.. μὴ περιιδεῖν Hdt.3.65; τινὶ πρὸς τῶν θεῶν And.1.32; κλαίοντας, ίκετεύοντας.. έπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Th.2.73, etc.; of the curses or orders of dying persons, μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι... μὴ πειρωμένοισι Hdt.3.73, cf. Lys.13.92, D.28.15, 36.32.
3. γᾷ ἐπισκήπτων χέρα resting hand on earth, i.e. calling earth to witness, B.7.41: abs., γᾷ -σκήπτων πιφαύσκω Id.5.42.
III. as Att. law-term, generally in Med., denounce a person, so as to begin a prosecution for perjury (cf. ἐπίσκηψις II), διεμαρτύρησε οὑτοσί..· ἐπισκηψαμένων δ' ἡμῶν.. ἡ.. δίκη τῶν ψευδομαρτυριῶν εἰσῄει, i.e.a διαμαρτυρία was entered..: we replied by an ἐπίσκηψις.., and the action for false witness was brought on, Is.5.17; in full, ἐ. τινὶ ψευδομαρτυριῶν D.29.7; ᾗ (sc. τῇ θεῷ) οὐδὲ ψ. θέμις ἐστὶν ἐ. Aeschin.1.130; ἐ. ταῖς μαρτυρίαις D.47.1, cf. Is.3.11; ἐ. [τῇ μαρτυρίᾳ] ὡς ψευδεῖ οὔσῃ denounce it as false, Din.1.52:—also in Act., Pl.Tht.145ccodd., Jul. Or.6.186b:—hence Pass., ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι Pl.Lg. 937b: generally, πρὸς τῆς θανούσης.. ἐπεσκήπτου wast denounced, accused, S.Ant.1313:—so in Act., blame, τινί Jul.Or.7.239a.
German (Pape)
[Seite 978] 1) darauf stämmen, darauf lasten od. wuchten lassen, daraufwerfen, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων Aesch. Pers. 726; ἐπέσκηψε Πέρσαις πολέμους διέπειν, verhängte über sie, 104. Dah. Jemandem auferlegen, auftragen, befehlen oder dringend, bittweise, ans Herz legen, βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μ υθουμένη Aesch. Prom. 667; ὑμῖν πάντα ταῦτ' ἐπισκήπτω τελεῖν Soph. O. R. 252; ὑμῖν κοινὴν τήνδ' ἐπισκ. χάριν Ai. 563; πόλει καὶ σοὶ ταῦτα Eur. Phoen. 781, mit doppeltem acc., ἐπισκήπτω σε τάδε, ich bitte dich darum, I. T. 683, wie τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω Soph. Tr. 1211; mit dem acc. der Person u. folgdm inf., wie κελεύειν Eur. Alc. 372; vgl. Her. 4, 33; in Prosa bes. von den Wünschen u. Verfügungen Sterbender, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω, τοὺς θεοὺς ἐπικαλέων μὴ περιϊδεῖν Her. 3, 65, vgl. 7, 158; μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι τελευτῶν τὸν βίον μὴ πειρωμένοισι ἀνακτᾶσθαι τὴν ἀρχήν, was er den Persern anwünschte, wenn sie nicht versuchten, 3, 73; ἐπισκήψαντος τοῦ πατρὸς ἐπεξελθεῖν τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1; αὐτοῖς μηδένα ἐάσειν Is. 9, 19; Lys. 13, 4. 41; ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλλειν Plat. Menez. 246 c; auch mit Schwurformeln, ἔπισκήπτω ὑμῖν πρὸς θεῶν Andoc. 1, 32, wie beschwören; so abdt Aesch. κλαίοντας, ἱκετεύοντας –, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν 3, 157; ἐπισκήπτουσιν ὑμῖν πρὸς τῶν ὅρκων μηδὲν νεωτερίζειν, sie beschwören euch bei den Eiden, Thuc. 2, 73; 3, 59; θεοὺς καὶ δαίμονας D. Hal. 10, 11; τὶ περί τινος, Luc. D. M. 13, 2; διὰ γραμμάτων Plut. Them. 9. – 2) med. sich worauf stützen, sich worauf berufen, μάρτυρι Dem. 34, 28, wo Becker das simplex σκήπτει hergestellt hat; – sich auflehnen gegen Einen, bes. in der attischen Gerichtssprache Klage führen, gegen falsches Zeugniß, μαρτυρίᾳ Is. 3, 11; τοῖς μεμαρτυρηκοσι ib. 66; τούτοις οὐκ ἐπεσκήψατο δηλονότι τἀληθῆ μεμαρτυρηκότας εἰδώς Dem. 29, 33; ἐπισκήπτεσθαι ὅλῃ τῇ μαρτυρίᾳ καὶ μέρει Plat. Legg. XI, 937 b, der auch pass. sagt ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι, ibid.; Dem. abdt οὐδ' ᾗ τινι τῶν ψευδομαρτυριῶν ἐπεσκήψατο (sc. μαρτυρίᾳ), er brachte keine Anklage des falschen Zeugnisses gegen seine Aussage vor, 29, 7; wegen Mordes Klage erheben, ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσθαι φόνου τῷ πατρί Plat. Euthyphr. 9 a; – ὁ ἐπιβουληθεὶς οὐκ ἐτόλμησε ἐπισκήψασθαι εἰς ὑμᾶς Lys. 3, 39. So auch im act., Plat. Theaet. 145 c. – Pass., wie bei Plat. oben, Soph. αἰτίαν πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ' ἐπεσκήπτου μόρων Ant. 1297, du wirst beschuldigt, Schuld zu haben. – 3) intr., mit Gewalt darauf niederstürzen, dagegen hervorbrechen, ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν τόδε Aesch. Eum. 460; Sp.; νόσος ἐπέσκηψε Plut. Thes. 15.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 appuyer sur, faire se reposer sur, faire aboutir à : ἔς τινα ἐπ. τελευτὴν θεσφάτων ESCHL faire qu'un oracle s'accomplisse sur qqn;
2 faire reposer sur (qqn l'accomplissement de qch) càd confier, recommander : ἐπ. χάριν τινί SOPH attendre de qqn un service ; τινι ποιεῖν τι, rar. τινα ποιεῖν τι recommander à qqn de faire qch ; περί τινος faire une recommandation sur qch ; τινά τι recommander qch à qqn ; avec un inf., adjurer qqn de;
3 appuyer ou lancer contre, accuser, dénoncer ; Pass. être accusé;
II. intr. s'appuyer sur : πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν ESCHL l'affaire en est venue à ce point (litt. a pris son point d'appui, son assiette) ; avec idée de violence tomber sur : νόσος ἐπέσκηψεν πολλή PLUT une maladie s'abattit avec force ; ἐπ. τινί s'abattre sur qqn, s'emparer de qqn en parl. de l'amour;
Moy. ἐπισκήπτομαι;
1 accuser de faux témoignage;
2 porter une accusation en gén.
Étymologie: ἐπί, σκήπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκήπτω:
1 досл. опирать, упирать, перен. возлагать, поручать (τελευτὴν θεσφάτων ἔς τινα Aesch.; τινὶ χάριν τινά Soph.; ζῶντά τινα κομίσαι εἰς Ἰταλίαν Plut.): ἐ. τινὶ μηδὲν νεωτερίζειν περί τι Thuc. убеждать кого-л. сохранить что-л. в неприкосновенности; ἐπισκῆψαί τι περί τινος Luc. сделать какие-л. распоряжения насчет кого(чего)-л.; ὅ τι ἀποθνήσκειν μέλλοντες ἐπέσκηψαν Lys. то, что они перед смертью завещали; ὧν ἐπισκήπτεις πέρι Eur. то, о чем ты просишь; τοσοῦτον δή σ᾽ ἐπισκήπτω Soph. вот о чем я прошу тебя;
2 перен. обрушиваться, поражать (ἀφορία τε καὶ νόσος ἐπέσκηψε Plut.): ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα ἐπέσκηψεν τόδε Aesch. поскольку уж так случилось;
3 опровергать, возражать (τινί Plat.; med. οὐδεμίᾳ τῶν μαρτυριῶν Isae.);
4 med. выступать с обвинением, обвинять (εἴς τινα Lys.; τινι φόνου Plat., τινι τῶν ψευδομαρτυριῶν Dem.): ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι Plat. если он будет уличен в лжесвидетельстве; ὡς αἰτίαν τινὸς ἔχων ἐπισκήψασθαι πρός τινος Soph. быть кем-л. изобличенным как виновник чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκήπτω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἐπέσκηφα, Διογ. Λ. 1. 118: Κάμνω τι νὰ πέσῃ ἐπί τινος, ἐς δὲ παῖδ’ ἑμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 740· ἀναθέτω, ὑμῖν τε κοινὴν τὴν τήνδ’ ἐπισκήπτω χάριν Σοφ. Αἴ. 566. 2) ἀμετάβ., ἐπιπίπτω ὡς κεραυνός, Λατ. ingruere, invadere, πρᾶγμα δεῦρ’ ἐπέσκηψεν, κατήντησεν εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 482· νόσος ἐπέσκηψε πολλὴ Πλουτ. Θησ. 15· ᾧ ἂν ἔρως ἐπισκήψῃ ὁ αὐτ. 2. 767D, πρβλ. 701Β. ΙΙ. ἐπιβάλλω, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., θεόθεν γὰρ κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν τὸ παλαιόν, ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους… διέπειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 104· κελεύω, Σοφ. Ο. Τ. 252, 1446, Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 2. 73· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 4. 33, Εὐρ. Ἀλκ. 365· τὸ ἀπαρ. συχνάκις ἐξυπακούεται, τοσοῦτον δὴ σ’ ἐπισκήπτω (ἐξυπ. ποιεῖν) Σοφ. Τρ. t223· οὕτω, πρὸς δεξιᾶς τσε τῆσδ’ ἐπισκήπτω τάδε Εὐρ. Ι. Τ. 701· τὸ πρόσωπον συχνάκις ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπ. (ἐξυπακ. ὑμῖν) τόν... φόνον ἐκπρήξασθαι Ἡρόδ. 7. 158· ἐπισκήπτουσα… ἔξω δόμων… ὠθεῖν ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 664· ἐπέσκηψε... εἶρξαι Αἴαντα Σοφ. Αἴ. 752· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Εὐρ. Ι. Τ. 1077. 2) ἰδίως, ἐξορκίζω τινὰ νὰ κάμῃ τι, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω… μὴ περιϊδεῖν Ἡρόδ. 3. 65· κλαίοντας, ἱκετεύοντας, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν Αἰσχίν. 76. 6, πρβλ. Θουκ. 2. 73, κτλ.· ἐπὶ τῶν διαταγῶν ἢ παραγγελιῶν τῶν ἀποθνησκόντων, μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι τελευτῶν τὸν βίον μὴ πειρεομένοισι Ἡρόδ. 3. 73, πρβλ. Λυσ. 138. 40, Δημ. 840. 15., 954. 15. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, καθόλου ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, καταγγέλλω τινὰ καὶ κινῶ ἀγωγὴν κατ’ αὐτοῦ ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ (ἴδε ἐπίσκηψις ΙΙ), διεμαρτύρησεν οὑτοσὶ… ἐπισκηψαμένων δ’ ἡμῶν… ἡ… δίκη τῶν ψευδομαρτυριῶν εἰσῄει, ὃ ἐ. ἐκίνησέ τις καθ’ ἡμῶν διαμαρτυρίαν· ἡμεῖς δὲ ἀπηντήσαμεν δι’ ἐπισκήψεως…, καὶ ἐκινήσαμεν ἀγωγὴν ἐπὶ ψευδομαρτυρία, Ἰσαῖος 52. 19· πλῆρες, ἐπ. τινὶ ψευδομαρτυριῶν Δημ. 846. 29, πρβλ. 1139. 7, Αἰσχίν. 18. 27· ὡσαύτως ἁπλῶς, ἐπ. τινι Ἰσαῖος 39. 13· καί, ἐπ. τῇ μαρτυρίᾳ ὡς ψευδεῖ οὔσῃ, ἀποκηρύττειν αὐτὴν ὡς ψευδῆ, Δείναρχ. 96. 42: ― ὡσαύτως ἐπὶ ἑτέρων ἐγκλημάτων, οἷον φόνου, ἐπ. τινὶ φόνου Πλάτ. Εὐθύφρων 9Α, πρβλ. Νόμους 871Ε· ἐπ. εἰς ὑμᾶς, ποιεῖν καταγγελίαν, καταγγέλλειν ἐνώπιον ὑμῶν, Λυσ. 99. 38: ― αὕτη ἡ ἔννοια ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Πλάτ. Θεαίτ. 145C· ἐντεῦθεν τὸ Παθ., ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 937C· καθόλου, πρὸς τῆς θανούσης… ἐπεσκήπτου, κατηγγέλλου κατηγορεῖσο, Σοφ. Ἀντ. 1313· ἴδε Att. Process. σ. 385. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισκήπτει· σημειοῦται, μέμφεται, προνοεῖται. ἐντέλλεται, ἐπιτιμᾷ».
Greek Monolingual
ἐπισκήπτω (AM)
1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾶγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.)
2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῖρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.)
3. διατάζω, προστάζω
4. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», Πλάτ.)
5. (για εντολή, διαταγή ετοιμοθάνατου) αφήνω παραγγελία («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», Ηρόδ.)
6. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα
7. πέφτω πάνω σε κάποιον με ορμή
8. μέσ. ἐπισκήπτομαι
(ως αττ. δικαν. όρος) καταγγέλλω κάποιον για ψευδομαρτυρία
9. παθ. είμαι ένοχος για κάτι, κατηγορούμαι για κάτι («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου μόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκήπτω «υποστηρίζω, κάνω κάτι να πέσει»].
Greek Monotonic
ἐπισκήπτω: μέλ. -ψω,
I. 1. κάνω κάτι να γείρει πάνω σε, κάνω κάτι να πέσει πάνω σε, σε Αισχύλ.· αναθέτω, τί τινι, σε Σοφ.
2. αμτβ., πέφτω σαν κεραυνός, σαν αστραπή· μεταφ., δεῦρ' ἐπέσκηψεν, κατάντησε σε αυτό το σημείο, σε Αισχύλ.
II. επιβάλλω σε κάποιον να κάνει κάτι, παραγγέλλω, διατάσσω, προστάζω, δίνω αυστηρή εντολή σε, με δοτ. προσ. και απαρ., στον ίδ., σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.
III. ως Αττ. δικανικός όρος, γενικά στη Μέσ., καταγγέλλω κάποιον, έτσι ώστε να ασκηθεί εναντίον του δίωξη για ψευδομαρτυρία, σε Πλούτ. κ.λπ. — Παθ., καταγγέλλομαι ως ένοχος εγκλήματος, με γεν., σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to make to lean upon, make to fall upon, Aesch.: impose on, τί τινι Soph.
2. intr. to fall upon, like lightning: metaph., δεῦρ' ἐπέσκηψεν it came to this point, Aesch.
II. to lay it upon one to do a thing, to enjoin, lay a strict charge upon, c. dat. pers. et inf., Aesch., Soph.; c. acc. et inf., Hdt., Eur.
III. as Attic law-term, generally in Mid. to denounce a person, so as to begin a prosecution, Plut., etc.:—Pass. to be denounced as guilty of a crime, c. gen., Soph.
Lexicon Thucydideum
obtestari, obsecrare, to beseech, implore, 2.73.3 (Athenienses Plataeensibus the Athenians to the Plataeans), 3.59.4.