действительный
Russian > Greek
παναληθής, ἐνεργητικός, δραστήριος, ἐτήτυμος, ἔτυμος, ἄϋπνος, ἐντελεχής, ὀρθώνυμος, ἰθαγενής, ἰθαιγενής, ὑπαρκτικός
παναληθής, ἐνεργητικός, δραστήριος, ἐτήτυμος, ἔτυμος, ἄϋπνος, ἐντελεχής, ὀρθώνυμος, ἰθαγενής, ἰθαιγενής, ὑπαρκτικός