ἄϋπνος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἄϋπνον,
A sleepless, wakeful, of persons, Od.9.404, 10.84, 19.591, A.Pr.32, E.Or.83, X.Cyr.2.4.26: Sup. -ότατος, τῶν στρατηγῶν D.C.72.8; ἔχειν ἀΰπνους ἄγρας, of fishermen, S.Aj.880; of the eye, ἄϋπνά τ' ὀμμάτων τέλη E.Supp.1137: metaph., sleepless, never-resting, ἄ. πηδάλια dub. in A. Th.206 (lyr.); κρῆναι S. OC685 (lyr.); ἀκταί E.IT423 (lyr.). Adv. ἀΰπνως Sannyr.2 D.
2 of nights, sleepless, πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il.9.325, Od.19.340; also ὕπνος ἄϋπνος a sleep that is no sleep, from which one easily awakes, S.Ph.848 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1en que no se duerme, en vela de noches ὣς καὶ ἐγὼ πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il.9.325, cf. Od.19.340, Them.Or.26.312b, ὄρθρος Ibyc.22b, ἔχων ἀΰπνους ἄγρας del pescador, S.Ai.880, φρουρεῖν ἀΰπνοις φυλακαῖσιν Orác. en SEG 30.175.14 (Atenas IV a.C.).
2 que no duerme, insomne de pers. ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα Od.9.404, ἀνήρ Od.10.84, ἄνθρωποι Od.19.591, de Argos, B.19.23, de Prometeo, A.Pr.32, ἐγὼ (Electra) μὲν ἄ. πάρεδρος ἀθλίῳ νεκρῷ E.Or.83, πολλάκις γὰρ ὅλην τὴν νυκτὰ ἄ. πραγματεύῃ X.Cyr.2.4.26, Κρονίων Nonn.D.2.239, ἀυπνότατος τῶν στρατηγῶν D.C.72.8.4, cf. Hld.2.20.4, 3.11.4, tb. de un dragón, A.R.2.1209, ὥσπερ οἱ ἄυπνοι τῶν δρακόντων Philostr.VA 2.35
•de los ojos ἄυπνά τ' ὀμμάτων τέλη E.Supp.1136.
3 fig. que no descansa, que no cesa ἀύπνων πηδαλίων A.Th.206, κρῆναι S.OC 685, ἀκταί E.IT 423, μοῦσα δ' ἄ. ὑπ' ἄντυγι χορδᾶν λήξει πατρῷον ἀνὰ δόμον E.Hipp.1135.
II que no es sueño ὕπνος ἄ. sueño que no es sueño S.Ph.847
•fig. que no es ensoñación, real περὶ τὴν ἄϋπνον καὶ ἀληθῶς φύσιν ὑπάρχουσαν Pl.Ti.52b.
III adv. -ως sin sueño Sannyr.13.
German (Pape)
[Seite 394] schlaflos, Hom. u. Folgde, sowohl von Personen als auch Sachen, πολλὰς ἀύπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; γῆρας Eur. I. A. 4; ὕπνος, ein Schlaf, der so gut wie keiner ist, der nicht erquickt, Soph. Phil. 837; übertr., κρῆναι O. C. 691, nie versiegende Quellen; πηδάλια, nie ruhende, Aesch. Spt. 189. Auch in Prosa, Plat. Tim. 52 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans sommeil, qui ne dort pas ; fig. qui ne se repose pas : κρῆναι ἄϋπνοι SOPH sources qui ne sommeillent jamais, càd qui ne cessent jamais de couler;
2 que l'on passe sans sommeil (nuit);
3 ὕπνος ἄϋπνος SOPH sommeil qui n'en est pas un, sommeil léger.
Étymologie: ἀ, ὕπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄϋπνος:
1 не спящий, не могущий заснуть Hom., Aesch., Eur., Xen., Arst., Plut.: ὕπνος ἄ. Soph. плохой сон, бессонница;
2 проводимый без сна, бессонный (νύξ Hom.);
3 не знающий покоя, неугомонный (πηδάλια Aesch.; κρῆναι Soph.);
4 видимый не во сне, действительный (ἄ. καὶ ἀληθῶς φύσις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄϋπνος: ον [ῠ] ὁ ἄνευ ὕπνου, ὁ μὴ κοιμώμενος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὀδ. Ι. 404, Κ. 84, Τ. 591, Αἰσχύλ. Πρ. 32, Εὐρ. Ὀρ. 83, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· ἔχειν ἀΰπνους ἄγρας, ἐπὶ ἁλιέων, Σοφ. Αἴ. 880· ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἄυπνά τ’ ὁμμάτων τέλη Εὐρ. Ἱκ. 1137: ― ἀκολούθως μεταφ. ὁ μὴ ἠρεμῶν, ἀΰπνων πηδαλίων (ἄϊων Elmsley, ἄπυον Διοδόρφ. κλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 206 ἄϋπνοι κρῆναι, ἀεὶ ῥέουσαι, Σοφ. Ο. Κ. 685· ἀϋπνους ἀκτάς, ἀεὶ τρικυμιώδεις, Εὐρ. Ι. Τ. 423. 2) ἐπὶ νυκτῶν, ἃς διέρχεταί τις ἄϋπνος, πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἵαυον Ἰλ. Ι. 325, Ὀδ. Τ. 340: ― ὡσαύτως, ὕπνος ἄϋπνος, ἀνήσυχος, τεταραγμένος ὕπνος, Σοφ. Φ. 848.
Greek Monotonic
ἄϋπνος: -ον[ῠ],
1. άυπνος, ξύπνιος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μεταφ., άυπνος, αυτός που δεν ηρεμεί, πηδάλια, σε Αισχύλ.· Κρῆναι, σε Σοφ.
2. λέγεται για τις νύχτες χωρίς ύπνο, σε Όμηρ.
3. ὕπνος ἄϋπνος, ανήσυχος ύπνος, κατά τον οποίο ξυπνά κάποιος εύκολα, σε Σοφ.