наносить
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἐμπήγνυμι, ἐμπάγνυμι, ἐπιτίθημι, προχόω, ἀποπλύνω, ἐπιφορέω, προσχώννυμι, ἐμφορέω, προχώννυμι, προσεντείνω
ἐπιβάλλω, ἐμπήγνυμι, ἐμπάγνυμι, ἐπιτίθημι, προχόω, ἀποπλύνω, ἐπιφορέω, προσχώννυμι, ἐμφορέω, προχώννυμι, προσεντείνω