делать твердым
Russian > Greek
καταστύφω ;; ἀποσκληρύνω ;; στερεόω ;; διαστηρίζω ;; σκληρύνω ;; ἐκπηγνύω ;; περιπήγνυμι ;; περιπηγνύω ;; ὀστρακόω ;; συμπήγνυμι ;; πήγνυμι
καταστύφω ;; ἀποσκληρύνω ;; στερεόω ;; διαστηρίζω ;; σκληρύνω ;; ἐκπηγνύω ;; περιπήγνυμι ;; περιπηγνύω ;; ὀστρακόω ;; συμπήγνυμι ;; πήγνυμι