γεηπόνος

Revision as of 20:48, 11 April 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

γεηπονικός, γεηπονία, ἡ,

   A v. γεωπόνος.

German (Pape)

[Seite 478] = γεωπόνος, Luc. Philopatr. 4.

Greek (Liddell-Scott)

γεηπόνος: γεηπονικός, γεηπονία, ἡ, ἴδε ἐν λ. γεωπ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cultivateur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monotonic

γεηπόνος: -ον = γεω-πόνος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

γεηπόνος: ὁ Luc. = γεωπόνος.