P. and V. ἄνομος, παράνομος (Eur., Medea 1121), V. ἀπάλαμνος (Eur., Cyclops 598).
disorderly, anarchic: P. and V. ἄναρχος.
be lawless, v.: P. and V. ἀκοσμεῖν, P. παρανομεῖν.