prejudge
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
Ar. and P. προκαταγιγνώσκειν.
when you have heard all, decide; do not prejudge the issue: P. ἐπειδὰν ἅπαντα ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε (Dem. 44).
Ar. and P. προκαταγιγνώσκειν.
when you have heard all, decide; do not prejudge the issue: P. ἐπειδὰν ἅπαντα ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε (Dem. 44).