short-sighted
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Use V. βραχὺ βλέπων (Eur., Ion, 744).
be short-sighted, v.: P. ἀμβλυώσσειν, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βραχύ τι ὁρᾶν.
Use V. βραχὺ βλέπων (Eur., Ion, 744).
be short-sighted, v.: P. ἀμβλυώσσειν, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βραχύ τι ὁρᾶν.