Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσύνετος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνετος Medium diacritics: ἀσύνετος Low diacritics: ασύνετος Capitals: ΑΣΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: asýnetos Transliteration B: asynetos Transliteration C: asynetos Beta Code: a)su/netos

English (LSJ)

Att. ἀξύνετος, ον,
A void of understanding, witless, Hp.Fract.31: Comp., Hdt.3.81, E.Or.493, Th.1.142; φρὴν ἀσύνετος Ar.Av.456; τί τάδ' ἀσύνετα; what folly is this? E.Hel.352 (lyr.). Adv. ἀσυνέτως Plu.2.141b.
2 c. gen., not able to understand, λόγου Heraclit.1, cf. Plu.2.713b, Jul.Or.7.218b.
II not to be understood, unintelligible, E.Ion1205, Ph.1731. Adv. ἀσυνέτως = uncomprehendingly, incomprehensibly Hipparch.1.8.11.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. át. ἀξύνετος Heraclit.B 1, Hdt.3.81, E.Io 1205; ἀσύνν- Alc.67.2
I de cosas y abstr.
1 ininteligible, incomprensible ὄψ E.l.c., αἴνιγμα E.Ph.1731, γνώμη E.IA 368, οἷα κατεστωμύλατο ... οὐδ' ἀσύνετ', ἀλλὰ πιθανά Ar.Th.464, γράμματα D.C.40.9.3, τοῖς συνετοῖς ἀσύνετα φθεγγομαι Hld.10.29.5.
2 absurdo, estúpido οὐδὲν ... ἀξυνετώτερον οὐδὲ ὑβριστότερον Hdt.l.c., τί τάδ' ἀσύνετα; E.Hel.352, γλώσσῃ δοὺς χάριν ἀξυνέτῳ Phanocl.(?)SHell.970.11.
II de pers. y anim.
1 que no entiende c. gen. τοῦ δὲ λόγου τοῦδ' ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίγνονται ἄνθρωποι Heraclit.l.c., ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ ... ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b, ὧν ... οὐκ ἀ. εἶ Iul.Or.7.218b, (Ζεύς) παιδείας ἀ. D.Chr.2.75, ἑαυτῶν ἀσυνέτους εἶναι I.AI 1.117, ἀξύνετοι ... τῆς ... ὁμιλίας Porph.Abst.3.3.5, ἀ. τῶν λεγομένων Clem.Al.Strom.1.1.2.
2 falto de inteligencia, insensato, necio abs., Alc.l.c., S.Fr.269a.52, E.Or.493, Ph.1612, IA 691, Hp.Fract.31, Vict.1.12, Th.1.142, 2.34, 6.40, 8.27, Luc.Prom.17, Eu.Matt.15.16, D.Chr.12.28, App.Anth.2.249, Herm.Vis.3.10.9, 1Ep.Clem.51.5, εἰς τὰ μέλλοντα οὐκ ... ἀσύνετοι Ep.Barn.5.3
neutr. plu. como adv. neciamente διαλέγεται ἀ. Hp.Int.29, ἀ. δ' ἦλθες E.Ph.570.
III adv. ἀσυνέτως
1 incomprensiblemente ἀ. ἐξενηνοχέναι Hipparch.1.8.11.
2 neciamente διελέχθη πρὸς αὐτὴν οὐκ ἀγεννῶς οὐδ' ἀ. Plu.2.141b, cf. I.AI 2.17.

German (Pape)

[Seite 380] ohne Einsicht, unverständig, Her. 3, 81 Thuc. 2, 34; superl. 6, 39. Oft bei Eur., z. B. ἀσύνετα ἐρεῖν I. A. 654; αἴνιγμα, unverständlich, Phoen. 1721; Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inintelligent, sot : ἀσύνετος τινος PLUT qui ne comprend pas qch;
2 inintelligible;
Sp. ἀσυνετώτατος.
Étymologie: , συνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνετος: староатт. ἀξύνετος
1 безрассудный, неразумный Her., Thuc., Arph.: τί τάδ᾽ ἀσύνετα; Eur. что это за безумие?; ἀ. τινος Plut. не понимающий чего-л.;
2 непонятный, непостижимый (αἴνιγμα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνετος: παλ. Ἀττ. ἀξύνετος, ον, ὁ μὴ ἔχων σύνεσιν, ἄφρων, ἀνόητος, μωρός, Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772, Εὐρ. Ὀρ. 493, Θουκ. 1. 142, κλ.· φρὴν ἀξ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 456· τί τάδ’ ἀσύνετα; τί εἶναι αὗται αἱ ἀνοησίαι; Εὐρ. Ἑλ. 352: ― Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 141Β. 2) ἀσύνετός τινος, ἀνίκανος νὰ ἐννοήσῃ τι, Πλούτ. 2. 713Β, πρβλ. Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. ἐν 3. 5, 6. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, Εὐρ. Ἴων 1205, Φοίν. 1731.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and συνετός; unintelligent; by implication, wicked: foolish, without understanding.

English (Thayer)

ἀσύνετον, unintelligent, without understanding: stupid: נָבָל, ungodly (ἀσυνέτειν, Herodotus down.) (Cf. σοφός, at the end).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνετος, -ον, Α και ἀξύνετος, -ον) συνετός
ανόητος, αστόχαστος
αρχ.
1. ο ανίκανος να καταλάβει κάτι
2. ακατανόητος, ακατάληπτος.

Greek Monotonic

ἀσύνετος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύνετος, -ον, αυτός που δεν έχει σύνεση, ανόητος, σε Ηρόδ., Αττ.· αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, ακατανόητος, ακατάληπτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

void of understanding, stupid, Hdt., Attic; not to be understood, unintelligible, Eur.

Chinese

原文音譯:¢sÚnetoj 阿-尋-誒拖士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:不-共同-讓 相當於: (כְּסִיל‎) (נָבָל‎)
字義溯源:無智力的,愚昧的,愚蠢的,無知的,不明白的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(συνετός)=智力建立)組成;其中 (συνετός)出自(συνίημι / συνίω)=建立),而 (συνίημι / συνίω)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(Ἰεχονίας)X*=送)組成。參讀 (ἀνόητος / ἀνόνητος)同義字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);羅(3)
譯字彙編
1) 無知的(3) 羅1:21; 羅1:31; 羅10:19;
2) 不明白麼(1) 可7:18;
3) 不明白(1) 太15:16

English (Woodhouse)

dull, foolish, heedless, hard to understand, without understanding

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)