unjustifiable
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Use unjust, inexcusable: Ar. and V. οὐ σύγγνωστος, P. οὐ συγγνώμων.
be inexcusable: P. and V. οὐ συγγνώμην ἔχειν.
Use unjust, inexcusable: Ar. and V. οὐ σύγγνωστος, P. οὐ συγγνώμων.
be inexcusable: P. and V. οὐ συγγνώμην ἔχειν.