lenity
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. πραότης, ἡ, φιλανθρωπία. ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.
moderateness (of punishment. etc.): P. μετριότης, ἡ.
P. πραότης, ἡ, φιλανθρωπία. ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.
moderateness (of punishment. etc.): P. μετριότης, ἡ.