plantation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. φυτευτήριον, τό.
plantations of olives set in lines: P. φυτευτήρια ἐλαιῶν περιστοίχων (Dem. 1251).
P. φυτευτήριον, τό.
plantations of olives set in lines: P. φυτευτήρια ἐλαιῶν περιστοίχων (Dem. 1251).