Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυτευτήριον

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτήριον Medium diacritics: φυτευτήριον Low diacritics: φυτευτήριον Capitals: ΦΥΤΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phyteutḗrion Transliteration B: phyteutērion Transliteration C: fyteftirion Beta Code: futeuth/rion

English (LSJ)

τό,
A layer, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.13, Thphr. HP 2.2.4.
II nursery or plantation, IG12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).

German (Pape)

[Seite 1319] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
rejeton d'une plante.
Étymologie: φυτεύω.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτήριον: τό
1 саженец Xen.;
2 рассадник, питомник Dem.

Greek Monolingual

το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευτήρι (κλαδευτήριον)].

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτήριον: τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς παραφυάς, ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ φυτεία, Δημ. 1251. 23.

Greek Monotonic

φῠτευτήριον: τό,
I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν.
II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.

Middle Liddell

φῠτευτήριον, ου, τό, [from φῠτεύω]
I. a plant grown in a nursery, Xen.
II. a nursery or plantation, Dem.