take a share in
English > Greek (Woodhouse Extra)
κοινωνεῖν, κοινοῦσθαι, μετέχειν, μεταλαμβάνειν, συμμετέχειν, συναίρεσθαι, συμμετίσχειν, συλλαμβάνειν, συμπράσσειν, συμπονεῖν
⇢ Look up "take a share in" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search