ὀκτάμετρος
English (LSJ)
ον,
A of eight measures : -μετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάμετρος, -ον)
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο
στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες
νεοελλ.
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μετρος (< μέτρον)].