ὁλόχαλκος
English (LSJ)
ον,
A all of brass or copper, Sch.E.Ph.120.
German (Pape)
[Seite 328] ganz ehern, Schol. Eur. Phoen. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόχαλκος: -ον, ὅλος ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + χαλκός (πρβλ. εύ-χαλκος)].