ὁρμιατόνος

Revision as of 13:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, (ὁρμιά, τείνω)

   A fisherman, E.Hel.1615.

Greek Monolingual

ὁρμιατόνος, ὁ (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί την ορμιά, ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -τόνος (< τείνω)].

Russian (Dvoretsky)

ὁρμιᾱτόνος: ὁ рыболов Eur.