Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)]
λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι
νεοελλ.
αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα.