γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)]λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδινεοελλ.αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα.