γούνασμα

Revision as of 14:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A supplication, Lyc.1243:—also γουν-ασμός, ὁ, Eust.627.9.

German (Pape)

[Seite 503] τό, fußfälliges Anflehen, Lyc. 1243.

Greek (Liddell-Scott)

γούνασμα: τό, ἱκετεία, δέησις, Λυκόφρ. 1243·― γουνασμός, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐστ. Ἰλ. Σ. 627.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
súplica λιταῖς γουνασμάτων con plegarias acompañadas de súplicas Lyc.1244.

Greek Monolingual

γούνασμα, το (Α) γουνάζομαι
ικεσία.