διάψιλος
English (LSJ)
ον,
A uncultivated, γῆ POxy.707.23 (ii A. D.), CPR34.6 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: frec. graf. -ψει-
1 no cultivado, baldío τόποι POxy.1648.50 (II d.C.), ἄρουραι CPR 1.34.6 (II d.C.), γῆ POxy.707.23 (II d.C.), 3365.65 (III d.C.), PYoutie 65.65 (III d.C.)
•subst. τὸ δ. terreno baldío, PRyl.583.20 (II a.C.), PBerl.Leihg.31.2.24 (II d.C.).
2 de pers. calvo Hsch.s.u. ψηνός.
Greek Monolingual
διάψιλος (-ον) (Α)
κατά τον Ησύχιο «ψηνός, φεδνός, διάψιλος»
2. (για αγρό) εντελώς ακαλλιέργητος, χέρσος.