διόρισμα

Revision as of 15:04, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ordinance, Porph.Abst.1.7.

German (Pape)

[Seite 635] τό, Bestimmung, Erklärung, Sp.

Spanish (DGE)

-ματος, τό prescripción, decreto Porph.Abst.1.7.

Greek Monolingual

διόρισμα, το (AM) διορίζω
μσν.
περιστατικό
αρχ.
διαίρεση, διάκριση.