δύσζωος
English (LSJ)
ον,
A wretched, βίοτος δ. AP9.574.
Greek (Liddell-Scott)
δύσζωος: -ον, ἄθλιος, δυστυχής, βίος δ. Ἀνθ. Π. 9. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mène une vie misérable.
Étymologie: δυσ-, ζωή.
Spanish (DGE)
-ον miserable, que no es vida, βίοτος AP 9.574.
Greek Monolingual
δύσζωος, -ον (Α)
φρ. «δύσζωος βίος» — δύστυχη ζωή.
Greek Monotonic
δύσζωος: -ον (ζωή), άθλιος, δυστυχής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δύσζωος: (о жизни) тяжелый, мучительный (βίοτος Anth.).
Middle Liddell
δύσ-ζωος, ον [ζωή]
wretched, Anth.