miserable
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plato), Ar. and V. τάλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυστάλας.
utterly miserable: Ar. and V. πανάθλιος. V. παντάλας, παντλήμων.
dejected: P. and V. ἄθυμος (Xen.). V. δύσθυμος, δύσφρων.
wretched, unfortunate: P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (Euripides, Heraclidae 460, but rare V.), V. ἄμοιρος (also Plato but rare P.), ἄμμορος, Ar. and V. σχέτλιος. δύστηνος, δείλαιος (rare P.), V. δάϊος μέλεος, ἄνολβος, Ar. κακοδαίμων; see unhappy.
distressing: P. and V. βαρύς, ὀχληρός, λυπηρός, κακός, ἀνιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ἄθλιος, Ar. and P. χαλεπός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), δύσοιστος.
lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος. δυσθρήνητος.
sorry, mean: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, V. δείλαιος.
inefficient: P. and V. φαῦλος, κακός, εὐτελής, Ar. and P. πονηρός.
Spanish > Greek
δείλαιος, δειλός, ἀνδράποδον, ἐλεγχής, ἄθλιος, δυσθανής, ἀσθενής, δύσμορος, δύστηνος, ἀνελεύθερος, αἰκέλιος, δυστυχής, ἀχρεῖος, δυηλός, ἄστηνος, βαρυπήμων, δύσζωος, δυερός, ἐλεεινός, δυηπαθής, αὐχμηρός