κάθιξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
Greek Monolingual
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.
εως, ἡ,
A arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.