άφιξη

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) αφικνούμαι
ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ' ένα μέρος
νεοελλ.
η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου
αρχ.
1. επιστροφή
2. ικεσία.