καταπαιγμός
English (LSJ)
ὁ,
A mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.
Greek Monolingual
καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.