κροκοδιλοτάφιον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A burial-place of sacred crocodiles, PGrenf.2.14 (d) (iii B. C.), PTeb.88.4 (ii B. C., κορκ-), BGU1303.9 (i B. C.).
Greek Monolingual
κροκοδιλοτάφιον και κορκοδιλοτάφιον, τὸ (Α)
τόπος ταφής ή τάφος ιερών κροκοδείλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + -τάφιον (< τάφιος < τάφος), πρβλ. κενο-τάφιον, κηπο-τάφιον].