κώμακον

Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό, an aromatic plant, perh.

   A spice-nutmeg, Thphr.HP9.7.2 (but acc. to Plin.HN12.135, 13.18 a kind of cinnamon); also a fruit, Thphr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1544] τό, ein Gewürz, vielleicht die Muskatnuß, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κώμακον: τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.

Greek Monolingual

κώμακον, τὸ (Α)
1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός του φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο
2. είδος φρούτου.