κροτάφιος
English (LSJ)
α, ον,
A on or of the temples, Gal.14.720.
German (Pape)
[Seite 1513] an der Schläfe, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κροτάφιος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τῶν κροτάφων ἢ ὁ ἀνήκων εἰς..., Γαλην. 14. 720· οὕτω, κροταφικός, ή, όν, μεταγεν. Ἰατρ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κροτάφιος, -ία, -ον) κρόταφος
αυτός που βρίσκεται στους κροτάφους.