μηκυσμός

Revision as of 17:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A lengthening, esp. of vowels, Eust.81.6.

German (Pape)

[Seite 172] ὁ, das Langmachen, das Langaussprechen der Vocale, Eust. 81, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηκυσμός: ὁ, ἡ μήκυνσις, ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.

Greek Monolingual

μηκυσμός, ὁ (Α) μηκύνω
η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η μήκυνση φωνήεντος.