μόροττον

Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A basket made of bark, used in festivals of Demeter, Hsch.

German (Pape)

[Seite 208] τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

μόροττον: τό, «ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μόροττον, τὸ (Α)
κατά τον Ησύχ.) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: See Nilsson, Griechische Feste 323 n. 3. Fur. 341 connects Calabr. marrotta. A Pre-Greek word is probable (Chantraine).