παλαγμός

Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.

Greek Monolingual

παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαγμός: ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).