παραμυθητός

Revision as of 18:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A consolable, Sch.Il.9.526.

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 516.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραμυθούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς.