παραμυθούμαι
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ
καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ
μσν.-αρχ.
ελαττώνω, μειώνω
αρχ.
1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου, ενθαρρύνω, συμβουλεύω
3. μετριάζω («τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα παραμυθούμενος», Πλούτ.)
4. θέτω εκτός, παραμερίζω
5. απαλλάσσω, συγχωρώ
6. υποστηρίζω κάποια θέση
7. διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυθοῦμαι (< μῦθος)].