πεντέπους

Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A of five feet, five feet long, IG 12.372.128, al., 22.1668.44, Pl. Tht.147d :—later πεντάπους, Milet. 7.57 (Didyma, iii/ii B. C.) ; ἄγαλμα Arr. Peripl.M.Eux.3 ; πεντάπους τὸ ὄρυγμα, = carrecta, Gloss.

German (Pape)

[Seite 558] ὁ, ἡ, = πεντάπους, Plat. Theaet. 147 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μῆκος ἢ ἔκτασιν πέντε ποδῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 77· μεταγεν. πεντάπους Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. πόντου σ. 2.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(αττ. τ.) βλ. πεντάπους.

Russian (Dvoretsky)

πεντέπους: 2, gen. ποδος пятифутовый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντέπους -ουν, gen. -ποδος [πέντε, πούς] van vijf voet.