πεντάπους

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάπους Medium diacritics: πεντάπους Low diacritics: πεντάπους Capitals: ΠΕΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: pentápous Transliteration B: pentapous Transliteration C: pentapous Beta Code: penta/pous

English (LSJ)

v. πεντέπους.

German (Pape)

[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.

Greek Monolingual

-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῦ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δίπους].