πεντάπους

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάπους Medium diacritics: πεντάπους Low diacritics: πεντάπους Capitals: ΠΕΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: pentápous Transliteration B: pentapous Transliteration C: pentapous Beta Code: penta/pous

English (LSJ)

v. πεντέπους.

German (Pape)

[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.

Greek Monolingual

-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῦ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δίπους].