περίθεμα

Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything put round:    1 headband, τὰ τοῦ στεφάνου π. Sch.Ar.Pl.22.    2 necklace, Hsch. s.v. κάθορμα, Suid. s.v. καθόρμια.    3 enclosure, covering, LXX Nu.16.38 (17.3).—Cf. περίθημα.

German (Pape)

[Seite 576] τό, das Herumgesetzte, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περίθεμα: τό, τὸ περιτιθέμενον, 1) περιδέραιον, ταινία τῆς κεφαλῆς, κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 22, Ἡσύχ. ἐν λ. κάθορμα, Σουΐδ. ἐν λ. καθόρμια· οὕτω περίθημα, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 47. 2) περικάλυμμα, περίθεμα τῷ θυσιαστηρίῳ Ἑβδλ. (Ἀριθμ. Ις’, 39).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ περιτίθημι
καθετί που τοποθετείται γύρω από κάτι, όπως ο κεφαλόδεσμος, ο επίδεσμος, η ζώνη
μσν.-αρχ.
περίβλημα, περικάλυμμα θυσιαστηρίου
αρχ.
περιδέραιο.