πετηλίς

Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέτᾰλον.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].