σπιλωτός

Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A stained, Gloss.

German (Pape)

[Seite 921] befleckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλωτός: -ή, -όν, (σπιλόω) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ, -ώνω]]
αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.