ή, όν,
A stained, Gloss.
[Seite 921] befleckt, Sp.
σπῐλωτός: -ή, -όν, (σπιλόω) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.
-ή, -ό / σπιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ, -ώνω]]αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.