στίξις

Revision as of 19:39, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, (στίζω)

   A marking, e.g. of musical notes, Anon. Bellerm.p.79.    2 spot or mark, Sch.A.R.1.221 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

στίξις: ἡ, (στίζω) τὸ στίζειν, σημειοῦν δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, σημείωσις, π.χ. ἡ σημείωσις μουσικῶν φθόγγων, Auctt. Mus. 2) ἡ θέσις στιγμῶν, Βυζ. 3) καθόλου, στιγμὴ ἢ σημεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 221.