κέντημα
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
-ατος, τό,
A point of a weapon, Plb.2.33.5, etc.
2 prick, dot in a cipher, Aen.Tact.31.30 (pl.).
3 puncture, Heliod. ap. Orib.46.22.4: pl., Ruf.Fr.63.
II wound inflicted, sting, κ. γλώσσης A.Fr.169; of poisonous bites, Philum.Ven. 27.2, al.: in plural, punishment, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1418] τό, der Stachel, die Spitze; κ. γλώσσης, σκορπίου βέλος λέγω Aesch. frg. 155; vom Schwerte, Pol. 2, 33, 5. – Bei Hesych. ζημιώματα erkl.
Russian (Dvoretsky)
κέντημα: ατος τό острие, кончик (γλώσσης Aesch.; sc. τοῦ ξίφους Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κέντημα: τό, ἡ αἰχμὴ ὅπλου, Πολύβ. 2. 33, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ πληγὴ, κέντημα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165·- μεταφορ., τιμωρία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το (Α κέντημα) κεντώ
το κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, αγκύλωμα, αγκυλωματιά, νύγμα, σούβλισμα
νεοελλ.
1. μτφ. παρακίνηση, προτροπή
2. τέχνη διακόσμησης υλικών, κυρίως υφασμάτων, με χρήση βελόνας και κλωστής ή λεπτού σύρματος
3. συνεκδ. το κεντητό εργόχειρο, το ξόμπλι, το κεντίδι
4. μουσ. ένας από τους δέκα χαρακτήρες της βυζαντινής μουσικής
αρχ.
1. μτφ. τιμωρία, ποινή
2. αιχμή όπλου
3. στίξη, διάστιξη.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza