στρεβλωτήριος

Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 953] folternd, marternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.

Greek Monolingual

-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομω-τήριος)].