σκλήρωμα

Revision as of 19:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.