σκίρωμα

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρωμα Medium diacritics: σκίρωμα Low diacritics: σκίρωμα Capitals: ΣΚΙΡΩΜΑ
Transliteration A: skírōma Transliteration B: skirōma Transliteration C: skiroma Beta Code: ski/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, = σκῖρος 2, Dsc.1.1 (σκιρρ-); f.l. for σκλήρωμα in Poll.4.198.

Greek (Liddell-Scott)

σκίρωμα: τό, = σκῖρος Ι. 2, Διοσκ. 1.1, Πολυδ. Δ΄, 108.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
βλ. σκίρρωμα.