συγκοιμητής

Revision as of 19:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.