συλλάλημα

Revision as of 19:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conversation, Hsch.s.v. συναιρήματα.

Greek (Liddell-Scott)

συλλάλημα: τό, τὸ λαλεῖν ὁμοῦ, ἢ ἐρώτημα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».