συλλάλημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A conversation, Hsch.s.v. συναιρήματα.
Greek (Liddell-Scott)
συλλάλημα: τό, τὸ λαλεῖν ὁμοῦ, ἢ ἐρώτημα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».