συναορέω

Revision as of 20:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.

English (Slater)

συνᾱορέω
   1 accompany c. dat. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναορέω [συνάορος] begeleiden, met dat. iem.

Russian (Dvoretsky)

συνᾱορέω: сопровождать, сопутствовать (τινι Pind. ap. Plat.).